ημιταξιαρχία

ημιταξιαρχία
η
στρ. παλαιά στρατιωτική μονάδα τού γαλλικού στρατού η οποία περιλάμβανε τρία τάγματα πεζικού και αντιστοιχούσε προς το ελληνικό σύνταγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + ταξιαρχία. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Πρωΐα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”