- ημιταξιαρχία
- ηστρ. παλαιά στρατιωτική μονάδα τού γαλλικού στρατού η οποία περιλάμβανε τρία τάγματα πεζικού και αντιστοιχούσε προς το ελληνικό σύνταγμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + ταξιαρχία. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Πρωΐα].
Dictionary of Greek. 2013.